Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ

του κ.Δημήτριου Νεζερίτη
Πρέσβη ε.τ.

Θα αρχίσω τις παρατηρήσεις μου με ένα υπαρξιακό, κατά κάποιο τρόπο, ερώτημα. Εχει έννοια να μιλάμε για συνέπειες γιά την Ελλάδα από την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, όταν σήμερα κυκλοφορεί ευρύτατα ότι η Τουρκία ΔΕΝ πρόκειται να ενταχθή και ότι το καλύτερο που έχει να περιμένει είναι ένα είδος ειδικής σχέσεως;Η απάντηση μου στο ερώτημα αυτό είναι σαφής: ΝΑΙ, έχει έννοια. Μπορεί σήμερα οι κυβερνήσεις διαφόρων Ευρωπαϊκών χωρών να έχουν ταχθή απεριφράστως κατά της πλήρους εντάξεως της Τουρκίας, αλλά δεν πρέπει να ξεχνούμε ωρισμένα πράγματα: Ακόμη μεγαλύτερος αριθμός κυβερνήσεων –μεταξύ των οποίων και η ελληνική- υποστηρίζουν την ένταξη της Τουρκίας –η καθε μία γιά τους δικούς της λόγους. Επίσημη θέση της ΕΕ παραμένει η ένταξη της Τουρκίας. Οι κυβερνήσεις που εναντιώνονται στην ένταξη της Τουρκίας υπόκεινται και αυτές στην εκλογική κρίση του λαού και μπορεί αύριο να αντικατασταθούν. Τα πολιτικά κόμματα μεταβάλλουν άποψη –όρα το γερμανικό FDP, o αρχηγός του οποίου σημερινος Αντικαγγελάριος και Υπουργός Εξωτερικών κ. Westerwelle μετέβαλε την θέση του κόμματός του από την άρνηση σε εκείνη της υποστηρίξεως της εντάξεως. Η Κυβέρνηση των ΗΠΑ –η σημερινή ή μία μελλοντική- μπορεί να αλλάξει τις προτεραιότητες της και να επανέλθη στην γραμμή Clinton της πιεστικής υποστηρίξεως της εντάξεως της Τουρκίας. ΄Ολα αυτά μπορεί να απαιτήσουν μακρύ χρονικό διάστημα, η Τουρκία όμως έχει την ικανότητα της αναμονής. Και οι αντιτιθέμενοι στην ένταξη δεν μπορούν να βασίζονται στην κατασκευή ότι η Τουρκία θα έχει πάντοτε το δημοκρατικό αυτό έλλειμμα που θα αποτρέπει την ένταξη. Είναι αυτή η φιλοσοφία –άν μπορεί να χαρακτηρισθή έτσι- που πρέσβευε ότι στο Κυπριακό ο Denktash θα λέει πάντοτε όχι και συνεπώς δεν χρειάζεται να καταβληθή εκ μέρους μας η παραμικρή προσπάθεια. Αποτέλεσμα αυτής της αυταρέσκου στάσεως ήταν το σχέδιο Αννάν.Ο μόνος αμετάβλητα αρνητικός παράγων έναντι του ενδεχομένου της τουρκικής εντάξεως θα ήταν η γνώμη των ευρωπαϊκών λαών. Εάν αυτοί ηρωτώντο, η απάντησίς τους θα ήταν αρνητική. Αλλά, ανεξαρτήτως των δηλώσεων του κ. Sarkozy, δημοψηφίσματα γιά την ένταξη μιάς οποιασδήποτε τρίτης χώρας ουδέποτε έγιναν και δεν πρόκειται να γίνουν . Οι λόγοι είναι προφανείς –σε μιά τέτοια περίπτωση καμμία χώρα δεν επρόκειτο να γίνει δεκτή.Η υπόθεση της ενδεχομένης εντάξεως της Τουρκίας στην ΕΕ έχει απσχολήσει τόσο την Ελλάδα όσο και τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες όσο λίγα άλλα ευρωπαΐκά θεματα και η εξέλιξή της είναι χαρακτηριστική των γενικωτέρων προβληματισμών της Ευρώπης.Την εποχή του Ελσίνκι, το 1999, η ατμόσφαιρα στην Ευρώπη ήταν κατά πολύ θετική, αν και όχι ενθουσιώδης. Η τουρκική ένταξη εμφανιζόταν σαν μία αναπόφευκτη εξέλιξη, η οποία για ωρισμένα κράτη-μέλη παρουσίαζε ιδιαίτερα θετικά σημεία. Η Γαλλία και η Γερμανία –Chiraq, Schroeder, Fischer- πρωταγωνιστούσαν σε δηλώσεις υπέρ της εντάξεως. Στη συνέχεια όμως, η γενικώτερη αρνητική διάθεση των ευρωπαίων πολιτών έναντι της άνευ μέτρου και άνευ επαρκούς προετοιμασίας διευρύνσεως της Ενώσεως, σε συνδυασμό με πολιτικές μεταβολές στις κυβερνήσεις μερικών κρατών ωδήγησε σε εν πολλοίς μεταστροφή του κλίματος.Η ελληνική στάση έναντι του τουρκικού αιτήματος εντάξεως υπαγορεύθυκε από παράγοντες τελείως διαφορετικούς από εκείνους που διαμόρφωσαν τη στάση των άλλων ευρωπαϊκών χωρών.Οι ευρωπαίοι υποστηρικές της Τουρκίας ελάμβαναν υπ’ όψιν τη γεωστρατηγική της σημασία, τις επενδυτικές δυνατότητες που προσέφερε, προέβαλαν την κατασκευή ότι η ένταξη της Τουρκίας ως μετριοπαθούς μουσουλμανικής χώρας θα συνιστούσε μία γέφυρα προς τον ισλαμικό χώρο, ότι η τυχόν άρνηση θα εξελαμβάνετο ότι υπηγορεύετο από αντι-ισλαμιστικές διαθέσεις, ότι η Τουρκία θα διηυκόλυνε την ευρωπαική πρόσβαση στον χώρο της Μέσης Ανατολής. Σημειώνεται ότι ουδείς των υποστηρικτών της Τουρκίας προέβαλε την θέση ότι η Τουρκία ΑΞΙΖΕ να γίνει μέλος της ΕΕ, λόγω επαρκών επιδόσεων σε τομείς όπου η Ευρώπη επιδεικνύει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και δραστηριότητα.
Οι αρνητές της τουρκικής υποψηφιότητος προέβαλαν αντιθέτως επιχειρήματα όπως:
Τα οικονομικά προβλήματα της Τουρκίας και το εξαιρετικά υπανάπτυκτο ωρισμένων περιοχών της, παράγοντες που θα είχαν σαν συνέπεια τη μαζική εισροή κεφαλαίων εκεί, εις βάρος άλλων χωρών της ΕΕ.το ενδεχόμενο της μαζικής νομίμου εισροής τουρκικού πληθυσμού στις πιό εύπορες δυτικοευρωπαϊκές χώρες με αρνητικές συνέπειες, τόσο οικονομικές όσο και κοινωνικές.
Παρενθετικά σημειώνω ότι το προβαλλόμενο από μερικούς επιχείρημα ότι η μαζική εισροή θα μπορούσε να αποτραπεί είτε με την μη εφαρμογή προκειμένου περί της Τουρκίας του δικαιώματος ελευθέρας εγκαταστάσεως ή με τη την εν πάση περιπτώσει υιοθέτηση μακροτάτου χρόνου αναστολής εφαρμογής του δικαιώματος αυτού, είναι τελείως έωλο. Το δικαίωμα ελευθέρας εγκαταστάσεως είναι βασικό στοιχείο του κοινοτικού κεκτημένου και κάθε προσπάθεια περιγραφής του θα ανετρέπετο ευχερέστατα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο το πολυπληθές της Τουρκίας, που θα είχε άμεσο επίπτωση και στον συσχετισμό δυνάμεων στο ευρωκοινοβούλιο, όπου μετά από λίγα χρόνια η τουρκική αντιπροσωπρία θά ήταν η αριθμητικά ισχυρότερη και θα ήταν ουσιαστικά αδύνατη η λήψη αποφάσεων χωρίς την έγκρισή της. Και θεωρώ αδιανόητο η Γερμανία να αποδεχθή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Αντιπροσωπεία πολυπληθέστερη και συνεπώς μείζονος επιρροής, από τη δική της.
Υπάρχει και κατι το ανομολόγητο: τα τελευταία χρόνια, σε ευρύτατα στρωματα του ευρωπαϊκού πληθυσμού έχει καλλιεργηθεί ένας γενικευμένος φόβος έναντι του μουσουλμανικού στοιχείου . Γι’ αυτούς , το ενδεχόμενο εντάξεως μιάς τόσο πολυπληθούς ισλαμικής χώρας, ο πληθυσμός της οποίας έχει αποδείξει ότι δεν αφομοιώνεται στο δυτικό περιβάλλον, αποτελεί λόγο βαθυτάτης ανησυχίας.Οι θέσεις αυτές των ευρωπαϊκών χωρών είτε υπέρ είτε κατά της εντάξεως της Τουρκίας, έχουν κάτι το κοινο. Διαμορφώνονται επί τή βάσει μη μεταβλητών δεδομένων. Ο,τι και να συμβεί, η Τουρκία θα είναι πολυπληθής, μουσουλμανική χώρα, με δεδομένη γεωγραφική θέση, με δεδομένα οικονομικά μεγέθη. Είναι πιά θέμα των κατ΄ιδίαν κυβερνήσεων να σταθμίσουν τι, κατα την γνώμη τους, υπερισχύει.Τα κριτήρια της Ελλάδος είναι διαφορετικά. Η Ελλάς δεν έχει παγκόσμια γεωστρατηγικά ενδιαφέροντα, ώστε η θέση της Τουρκίας να επηρεάζει την κρίση της. Οι διμερείς οικονομικές σχέσεις αναπτύσσονται εν πάση περιπτώσει, τώρα που επικρατεί μιά κάποια ύφεση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.Η ελληνική στάση έναντι της τουρκικής εντάξεως διαμορφώνεται μεκριτήριο την τουρκική συμπεριφορά έναντι της Ελλάδος. Εξαρτάται, δηλαδή, από μεταβλητά δεδομένα. Η Ελλάς αποφασίζει, όχι με βάση «τι είναι» η Τουρκία αλλά με βάση «τι κάνει». Γιά τον λόγο αυτό, ευθύς αφ’ ότου ετέθη θέμα τουρκικής εντάξεως στην ΕΕ, η Ελλάς έθεσε σαν προϋπόθεση της συμφώνου γνώμης της την μεταβολή της τουρκικής στάσεως απεναντί της.Υπήρχε βεβαίως και η άποψη ότι η Τουρκία δεν έπρεπε επ΄ουδενί λόγω να ενταχθή στην Ευρώπη. Η άποψη αυτή βασιζόταν σε λόγους ιστορικής αντιπαθείας, όσο και άν εμφανιζόταν, γιά λόγους ευνοήτους καλυμένη ως στάση που προασπιζόταν την ευρωπαϊκή ταυτότητα –η Τουρκία δεν είναι ευρωπαϊκό κράτος, άρα δεν έχει θέση στην Ευρώπη.Η απόλυτα αρνητική αυτή στάση δεν υποστηρίχθηκε επισήμως από κανένα από τα κόμματα εξουσίας, όσο και άν κατ’ ιδίαν στελέχη τους μπορούσαν να την υποστηρίζουν σε ιδιωτικές δηλώσεις. Αλλως, περιοριζόταν σε κύκλους συζητήσεως χωρίς ιδιαίτερη πολιτική απήχηση και που πάντως δεν είχαν πολιτικές ευθύνες,.Η πολιτική της υποστηρίξεως εκ μέρους της Ελλάδος –αν και θα προτιμούσα να μιλάγαμε όχι γιά υποστήριξη αλλά απλώς γιά αποδοχή -της τουρκικής εντάξεως στην ΕΕ, υπό την προϋπόθεση της μεταβολής της στάσεως της ΄Αγκυρας έναντι της Ελλάδος στηρίζεται σε ένα λογικό σκεπτικό. ΄Οταν έχεις ένα επίφοβο, εριστικό, στρατιωτικά ισχυρό και επεκτατικό γείτονα τα δε περιθώρια βοηθείας εκ μέρους τρίτων είναι, υπό τις καλύτερες συνθήκες, περιωρισμένα, είναι σκόπιμο να αποπειραθή κανείς, κατα την τρέχουσα έκφραση, «να εξημερώση το θηρίο».
Το ερώτημα που τίθεται, βεβαίως, είναι πώς το εξημερώνεις; και, δεύτερον, εξημερώνεται; καί , αν ναι, μέχρι ποίου βαθμού;
Η αρχική γραμμή ότι έπρεπε η Τουρκία από μόνη της να μεταβάλλει την πολιτική της και ΤΟΤΕ θα συγκατετίθετο η Ελλάς στην έναρξη της όλης διαδικασίας, απέτυχε. ΄Οχι μόνο δεν μετεβλήθη η τουρκική πολιτική αλλά η Ελλάς ήταν αυτή που εμφανιζόταν πρωτοστατούσα στην άρνηση της Ευρώπης, καλύπτοντας όλους τους υπολοίπους που είχαν τις αντιρρήσεις τους αλλά δεν τις προέβαλαν, μιά και η Ελλάς ήταν αυτή που είχε αναλάβει από μόνη της τον ρόλο του «κακού».Η πολιτική αυτή μετεβλήθη με την Συμφωνία του Ελσίνκι με την οποία ανεγνωρίσθη στην Τουρκία καθεστώς υποψηφίας χώρας και στη συνέχεια άρχισαν οι διαπραγματεύσεις με αυτήν. Δεν είναι του παρόντος να αναλύσει κανείς τα υπέρ και τα κατά της συμφωνίας αυτής, η οποία έχει αποτελέσει και αντικείμενο εσωτερικής πολιτικής διαμάχης στην Ελλάδα. Προσωπική μου γνώμη είναι ότι οι υποστηρικτές της έχουν κατά πολύ υπερεκτιμήσει τα πλεονεκτήματα της, αλλά χρειάζεται πολύς χρόνος γιά να αναπτύξει κανείς την θέση αυτή.Με βάση τα δεδομένα αυτά, το ερώτημα για τις επιπτώσεις από μία ενδεχομένη ένταξη της Τουρκίας, όταν η πολιτική της Ευρώπης έναντί της μεταβληθή, δεν είναι απλό. Θα προσπαθήσω να το αναλύσω όσο γίνεται πιό ρεαλιστικά, επιμένοντας στο τι είναι πιθανόν να γίνει και όχι τι θα θέλαμε.Πάγια επιδιώξη της Τουρκίας είναι η ένταξη με τις λιγώτερες δυνατές μετακινήσεις από τις σημερινές της θέσεις. Αλλά, ακόμη και άν επρόκειτο να στέρξει σε τροποποίηση της σημερινής τουρκικής πραγματικότητος, αυτή θα αφορούσε θέματα που συγκινούν την μεγάλη πλειοψηφία των κοινοτικών όπως ανθρώπινα δικαιώματα, ελευθερία του τύπου, βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως της Κουρδικής μειονότητος –τομείς στους οποίους η σημερινή κυβέρνηση έχει ήδη κάνει αξιοπρόσεκτα βήματα. Οι πιθανότητες όμως, όπως στο πλαίσιο ενταξιακών διαπραγματεύσεων , μεταβάλλει την πολιτική της στά μείζονα θέματα που ενδιαφέρουν την Ελλάδα, είναι μηδενικές. Και αυτό γιατί γνωρίζει πολύ καλά ότι τα θέματα αυτά ενδιαφέρουν την Ελλάδα και μόνο. Οι υπόλοιποι Κοινοτικοί αδιαφορούν, όπως στην πράξη αδιαφορούν γιά την σκαιά παραβίαση εκ μέρους της Τουρκίας των έναντι της Κύπρου υποχρεώσεών της, που προκύπτουν από την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Υπό τις συνθήκες αυτές ας δούμε ποιές μπορεί να είναι οι επιπτώσεις γιά την Ελλάδα από μία ενδεχομένη ένταξη της Τουρκίας.
Πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ των γενικών επιπτώσεων και εκείνων που αφορούν αποκλειστικά την Ελλάδα. Οι γενικές επιπτώσεις έχουν αναφερθή εν τάχει προηγουμένως. Η μείζων επιρροή που θα αποκτήσει η Τουρκία τόσο στην Επιτροπή όσο και στο Ευρωκοινοβούλιο, η μεταβολή της διοχετεύσεως των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων και το δικαίωμα γιά ελεύθερη επικοινωνία και εγκατάσταση. ΄Ολα αυτά αποτελούν εξελίξεις δυσμενείς γιά την Ελλάδα.Η ελευθέρα επικοινωνία και εγκατάσταση θεωρείται από πλείστους ως το μείζον πρόβλημα καθώς βλέπουν το ενδεχόμενο εισροής δεκάδων χιλιάδων και εγκαταστάσεως κυρίως σε νησιά του Αιγαίου με συνέπεια την μεταβολή της πληθυσμιακής συνθέσεως. Προσωπικά, περισσότερο με ενοχλεί και με ανησυχεί τό ενδεχόμενο επιστροφής των στερηθέντων στη Θράκη της ελληνικής ιθαγενείας, με συνέπειες που δεν μπορώ να προβλέψω. Σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις της εντάξεως στα ζητήματα ιδιαιτέρου ελληνικού ενδιαφέροντος, πρέπει να διακρίνουμε, αναλόγως των συνθηκών υπό τις οποίες θα έχει ενταχθή η Τουρκία και που θα ευρίσκονται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις την στιγμή αυτή.Η πλέον ευνοϊκή γιά την Ελλάδα περίπτωση θά ήταν ένταξη της Τουρκίας ΜΕΤΑ την ικανοποιητική επίλυση όλων των διμερών θεμάτων. Θεωρητικά αυτό είναι αυτονόητο. Στην πράξη, είναι απίθανο γιατί η Τουρκία ποτέ δεν θα έστεργε στην απεμπόληση της απο δεκαετιών πολιτικής της έναντι της Ελλάδος έναντι μιάς εντάξεως πού, στην τελευταία αναλυση,δεν θα εξηρτατο μόνο από την ελληνική βούληση.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε το εξής: η πολιτική της Τουρκίας έναντι της Ελλάδος δεν έχει καθορισθή από μία και μόνη πολιτική παράταξη,ώστε να είναι επιδεκτική μεταβολών ανάλογα με το ποιό κόμμα είναι στην εξουσία. Εχει υιοθετηθή ως εθνική πολιτική και τηρείται απαρεγκλίτως από όλους, ανεξαρτήτως άν υπάρχουν διαφοροποιήσεις στην οξύτητα εφαρμογής της. Σε μας, αντιθέτως, κάθε νέα κυβέρνηση αισθάνεται τελείως ελεύθερη να ανατρέψει βασικά σημεία της εξωτερικής πολιτικής, μόνο και μόνο επειδή έχουν υιοθετηθή από την προηγουμένη…Εάν υπάρξει ένταξη της Τουρκίας, το πιθανώτερο είναι ότι σε ό,τι αφορά τις ελληνο- τουρκικές σχέσεις θα υπάρχει ένα καθεστώς αβεβαιότητος. ΄Ισως να έχει αρχίσει κάποια διαδικασία είτε διαβουλεύσεων είτε –απίθανο- διαιτησίας, είτε κάποιας παραπομπής στο Διεθνές Δικαστήριο ωρισμένων εξ αυτών. Μιά φόρμουλα δηλαδή που κάπως «βολεύει» οπτικά τα πράγματα, χωρίς να πηγαίνει στην ουσία του προβλήματος. Τί γίνεται τότε;
Στην περίπτωση, αυτή η όποια «διευθέτηση» θα έχει γίνει δεν θα αποτελεί παρά φύλλον συκής γιά την Ελλάδα και μάλιστα υποτυπώδες. Τα προβλήματα θα παραμείνουν, οι αμφισβητήσεις θα διατηρούνται οι αξιώσεις θα διαιωνίζονται. Και χωρίς να θέλω να παραστήσω την Κασσάνδρα, πολύ φοβούμαι ότι σε μιά τέτοια περίπτωση, η μεγάλη πλειοψηφία των κρατων-μελών της Ενώσεως θα είναι πιό δεκτική στις θέσεις ενός μείζονος εταίρου από ότι σε εκείνες ενός μικροτέρου.Υπάρχει βεβαίως και η αντίθετη άποψη. Οτι δηλαδή, η Τουρκία άπαξ και ενταχθή στην ΕΕ θα ηρεμήσει και υπό την επίδραση των αλλων εταίρων θα μετεξελιχθή σε ένα φυσιολογικό σύγχρονο κράτος, χωρίς εριστικές τάσεις έναντι των γειτόνων του. Η Τουρκία, δηλαδή, με βάση την κατασκευή αυτή, αφού έχει επιτύχει το μείζον δεν θα έχει λόγο να ασχολείται τόσο πολύ με την Ελλάδα. Είναι μία άποψη. Η Τουρκία δεν μας έχει συνηθίσει σε τέτοιου είδους επί τα βελτίω μεταβολής της στάσεως της δωρεάν, αλλά τίποτα δεν μπορεί να αποκλείσει κανείς. Βεβαίως, αν αυτή η θέση είναι ορθή, τοτε τα πλεονεκτήματα απο την τουρκική ένταξη ξεπερνάνε κατα πολύ τα μειονεκτήματα της.ΟΛΑ ΤΑ ΑΝΩΤΈΡΩ ΕΊΝΑΙ ΥΠΟΘΕΤΙΚΑ. Αυτό που προέχει από δικής μας πλευρας είναι η χάραξη μιάς γραμμής και μιάς πολιτικής που θα ελαχιστοποιεί τις αρνητικές επιπτώσεις από μία ενδεχομένη τουρκική ένταξη. Πιστεύω ότι αυτή η γραμμή θα πρέπει να ακολουθεί τις εξης κατευθύνσεις.
Σε ότι αφορά την εν εξελίξει διαπραγμάτευση θεμάτων που είναι περισσότερο οικονομικής φύσεως, να διαπραγματευόμεθα με τρόπο που να διασφαλίζει τα συμφέροντα μας. Δεν πρέπει να μας τυφλώνει το μείζον θέμα ωστε να μή βλέπουμε τα πολλά ελάσσονα. Η διαπραγμάτευση προχωρεί και αφορά όλο το εύρος των συμφερόντων της Ελλάδος . Και θα ήθελα να τονίσω ότι άν δεν πιστεύω ότι θα υπήρχε ελληνική κυβέρνηση που θα συγκατετίθετο στην ένταξη της Τοθυρκίας χωρίς κάποια διασφάλιση σε ότι αφορά τα διμερή, δεν μπορώ να αποκλείσω ότι η συγκέντρωση της προσοχής στον τομέα αυτό δεν θα μας τύφλωνε έναντι των συνεπειών που η ένταξη αυτή θα είχε γιά μας σε άλλους τομείς.Ειδικώτερα σε ότι αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, θα πρέπει να επιδιώξουμε απαρεγκλίτως την μείζονα διασφάλιση, ότι η τυχόν ένταξη της Τουρκίας δεν θα σημαίνει και την δυνατότητά της να διαιωνίζει τα προβλήματα που μας δημιουργεί. Εάν δεν είναι δυνατόν να επιτευχθή προκαταβολικά λύση τους, θα πρέπει να προβλεφθή στις συμφωνίες εντάξεως, διαδικασία για την επίλυση τους, η οποία, στο μέτρο του δυνατού θα προδιαγράφει το πλαίσιο για την διευθετήση των προβλημάτων. Και πάντως θα πρέπει να προβλεφθούν ρητοί και δεσμευτικοί κανόνες συμπεριφοράς και δεσμεύσεις σε διεθνή κείμενα τα οποία η Τουρκία δεν έχει αποδεχθή, όπως η Συνθήκη περί του Δικαίου της Θαλάσσης.
Τίποτε από αυτά δεν συνιστά πλήρη εξασφάλιση. Αυτό όμως που πρέπει να συνειδητοποιούμε είναι ότι εάν υπάρξει ένταξη της Τουρκίας αυτό θά σημάνει μία μείζονα αναστάτωση και μία τεραστία πρόκληση γιά την Ελλάδα σε όλους τους τομείς της κρατικής δραστηριότητος. Και θα πρέπει να φροντίσουμε –από τώρα- ώστε να ελαχιστοποιηθούν τα προβλήματα αυτά.


Πηγή : http://www.anixneuseis.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια: