Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΑΝΑΣΤΗΜΑ

Του Αντωνίου Α. Αντωνάκου
Καθηγητού – Φιλολόγου
Ιστορικού – Συγγραφέως
Β΄ Αντιπροέδρου της Επιτροπής Ενημερώσεως επί των Εθνικών Θεμάτων
Αντιπροέδρου του Συνδέσμου των Απανταχού Λακώνων «Ο ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ»
Αρχισυντάκτου του Περιοδικού «ΕΛΛΗΝΟΡΑΜΑ»

Σήμερα που οι ταγοί της Ελλάδος οδήγησαν την πατρίδα μας με τις κλεψιές, τα σκάνδαλα, τον αφελληνισμό και τόσες άλλες άτιμες, ανέντιμες και ανθελληνικές ενέργειες, και με την ευκαιρία της 70ης επετείου από την ημέρα της Δόξας, την 28η Οκτωβρίου 1940, και του δημιουργού της Ιωάννου Μεταξά, οφείλουμε να κάνουμε κάποιες σκέψεις και κάποιους παραλληλισμούς, οι οποίοι θα μας οδηγήσουν σε ωρισμένα πολύ σπουδαία συμπεράσματα...Πολλοί έμειναν με ανοικτό το στόμα, όταν είδαν την περηφανή Νίκη των Ελλήνων εναντίον των Ιταλών το 1940. Απόρησαν πως ήταν δυνατόν να νικήσουν μία χούφτα Έλληνες την μεγάλη πολεμική μηχανή των Ιταλών με τα εκατοντάδες αεροπλάνα, κανόνια, τανκς κ.λπ. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν πως εμείς που πολεμήσαμε με τα αεροσκάφη του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, που ήσαν γεμάτα ποντίκια, τα οποία σε κάθε στροφή του αεροσκάφους έκαναν θόρυβο πέφτοντας στην μία η την άλλη μεριά, διαλύσαμε, με ένα από αυτά, τα αεροπλάνα διώξεως της ιταλικής αεροπορίας στο αεροδρόμιο της Κορυτσάς! (Ο πιλότος που έκανε αυτήν την ανδραγαθία, είναι ο αδελφός του πατρός μου, τότε νεαρός Ανθυποσμηναγός και μετέπειτα αρχηγός της Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας, πτέραρχος Γεώργιος Ν. Αντωνάκος).Ο σχεδιασμός της Νίκης, όμως, είχε γίνει από τον πρωτεργάτη της Ιωάννη Μεταξά, εμπρός στον οποίον υπεκλίθησαν άπαντες! Και τούτο, διότι ο Ιωάννης Μεταξάς διέψευσε τις Κασσάνδρες για την αδυναμία της Ελλάδος να αντιμετωπίση τους Ιταλούς. Αυτό είναι πλέον ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός!
Το τι νόμιζαν οι μυστικές υπηρεσίες για την προετοιμασία της Ελλάδος και την δυνατότητά της να αντιμετωπίση έναν πόλεμο, φαίνεται από τα μυστικά αρχεία του Φόρεϊν Όφις, όπως αυτά δημοσιεύθηκαν από τις Εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ το 1971 (σελ. 64). Γράφουν λοιπόν τα εξής:
«Υπάρχει εν τούτοις μία άλλη κατάστασις, η οποία δυνατόν να απεδεικνύετο σοβαρωτέρα, εάν ο στρατηγός Μεταξάς έλεγεν, ως είπε το 1910, ότι ο στρατός δεν ήταν εις θέσιν να συμμετάσχη στην εκστρατεία, την οποία οι Σύμμαχοι ενδέχεται να υποχρεωθούν να αρχίσουν στα Βαλκάνια. Θα ηδύνατο και πάλιν, και δικαιολογημένως, να πη ότι οι Σύμμαχοι έχουν παραγνωρίσει τις ελληνικές εκκλήσεις για εξοπλισμό και πρέπει να υποστούν τις συνέπειες. Υπάρχουν εκείνοι, ιδία μεταξύ των συγχρόνων και των πολιτικών αντιπάλων του Προέδρου της Κυβερνήσεως, που είναι πεπεισμένοι ότι θα υιοθετούσε, εάν ήταν δυνατόν, μίαν παρομοίαν στάσιν.Και πάλιν, εάν η ελληνική κυβέρνησις διέτασσε επιστράτευσιν χωρίς να υπάρξη επίθεσις και εάν η επιστράτευσις αύτη διαρκούσε επί πολύ, όπως κατά τον τελευταίο πόλεμο, ενδέχεται και είναι πιθανώτατο ότι θα υπήρχαν σοβαρές διαταραχές λόγω κακής διοργανώσεως. Η χώρα αυτή, και σε ομαλούς ακόμη καιρούς, ζη απρογραμμάτιστα και δεν υπάρχει λόγος να πιστεύσωμε ότι μία επιστράτευσις δεν θα εσήμαινε περαιτέρω ταλαιπωρίες για τους στρατιώτες. Η Ελλάς είναι μία πτωχή χώρα και ο στρατός δεν ημπορεί να είναι καλώς εξωπλισμένος για πόλεμο. Οι επικοινωνίες είναι ελλιπείς και οι διοικητικές υπηρεσίες ακόμη και ενός πρώτης τάξεως στρατού θα υφίσταντο δοκιμασίαν».
Αυτήν την εντύπωση, αγαπητοί φίλοι, ήθελε ο Μεταξάς να έχουν οι άλλοι για την Ελλάδα. Ο ίδιος βεβαίως, μέσα από το δίκτυο επιστράτευσης που είχε εκπονήσει, ήξερε ότι μπορούσε να στείλη σε λίγες ημέρες πολλές δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες στα σύνορα, όπως το έκανε. Οι άλλοι δεν το ήξεραν και έγραφαν «εάν η επιστράτευσις αύτη διαρκούσε επί πολύ, όπως κατά τον τελευταίο πόλεμο, ενδέχεται και είναι πιθανώτατο ότι θα υπήρχαν σοβαρές διαταραχές λόγω κακής διοργανώσεως»... Και λίγο μετά «...δεν υπάρχει λόγος να πιστεύσωμε ότι μία επιστράτευσις δεν θα εσήμαινε περαιτέρω ταλαιπωρίες για τους στρατιώτες». Ο Μεταξάς, όμως, κατάφερε και τους κορόϊδεψε όλους. Κορόϊδεψε τις μυστικές υπηρεσίες των Άγγλων. Είχε γύρω του ανθρώπους έμπιστους και φιλοπάτριδες και όχι μίσθαρνα όργανα ξένων συμφερόντων. Έπαιρνε πληροφορίες από παντού και μεθόδευε τα πάντα, έχοντας ο ίδιος τον τελικό έλεγχο. Για την ακρίβεια των όσων αναφέρω θα παραθέσω ένα περιστατικό από το εξαίρετο σύγγραμμα του Κωνσταντίνου Πλεύρη «Ιωάννης Μεταξάς - Βιογραφία», εκδόσεις «Νέα Θέσις», με τίτλο κεφαλαίου «Προγραμματισμένο δείπνο για τον Γκράτσι». Το περιστατικό αυτό δείχνει ότι ο Μεταξάς είχε πάντα τον τελικό έλεγχο! Γράφει λοιπόν ο Κ. Πλεύρης.
«Από τις εγγραφές στο «Ημερολόγιο» του μηνός Οκτωβρίου 1940 φαίνεται καθαρά, ότι ο Μεταξάς εγνώριζε ότι επίκειται επίθεση και την περίμενε.Πέραν από τις πληροφορίες των Ελληνικών Μυστικών Υπηρεσιών υπήρξε κάποιο συναρπαστικό γεγονός που εδραίωσε την πεποίθηση του Μεταξά ότι οι Ιταλοί θα επιτεθούν εναντίον μας μέσα στον 'Οκτωβριο.Ο Μανιαδάκης προκειμένου να συγκεντρώση πληροφορίες επενόησε το ακόλουθο τέχνασμα. Παρεκάλεσε την κοσμική κυρία Ρετσίνα, της μεγάλης βιομηχανίας υφασμάτων, να παραθέση προς τιμήν του Ιταλού Πρεσβευτού Γκράτσι δείπνο και να βάλη δίπλα στον Ιταλό στρατιωτικό ακόλουθο να καθήση κάποιος Έλλην της κατασκοπείας.Πράγματι η κυρία Ρετσίνα ωργάνωσε στο «Μαξίμ» δεξίωσιν στην οποίαν προσεκλήθησαν οι Ιταλοί επίσημοι και πολύς κόσμος. Καθώρισε τις θέσεις στο τραπέζι έτσι όπως της εζήτησε ο Μανιαδάκης.Ο Παξινός (Δ/ντης κατασκοπείας) εκάλεσε τον νεαρό υπαστυνόμο Ε. Σπηλιόπουλο, που ήξερε Ιταλικά, και τον διέταξε να πάρη για συνοδό του μία ωραία δεσποινίδα από νυκτερινό κέντρο, δήθεν ως μνηστή του, και να παρακολουθή προσεκτικά τις συζητήσεις μεταξύ των Ιταλών.Κατά την διάρκειαν του δείπνου η κυρία Ρετσίνα έκανε πρόποσιν υπέρ του Μουσσολίνι και της Ιταλίας κ.λπ. Μετά σηκώθηκε ο Ιταλός Πρεσβευτής Γκράτσι και με υψωμένο το ποτήρι ανταπέδωσε ευχόμενος ευτυχία στον Ελληνικό λαό. Εκείνη ακριβώς την στιγμή, ο Ιταλός στρατιωτικός ακόλουθος σκύβει δίπλα και λέγει χαμογελώντας στον βοηθό του. «Να δούμε τι θα πη ο Ελληνικός λαός τον Οκτώβριο».
Ο Σπηλιόπουλος, που φυσικά ουδείς εγνώριζε ότι ήτο αξιωματικός της κατασκοπείας, άκουσε όσα είπε ο Ιταλός στρατιωτικός ακόλουθος και, εύγε του, τα εθεώρησε άξια να αναφερθούν στους ανωτέρους του. Αργά την νύχτα τελείωσε η δεξίωση και αρχίζει μία κινηματογραφική περιπέτεια, που θα την αναφέρω χάριν του ενδιαφέροντός της. Ο νεαρός υπαστυνόμος, αφού πλήρωσε την δεσποινίδα για την συνεργασία θέλησε να συνεχίσουν την διασκέδαση. Εκείνη αρνήθηκε, λογόφεραν σφοδρά και ο νεαρός της έδωσε ένα χαστούκι. «Αυτό που έκανες θα μου το πλήρωσης. Θα δης ποιά είμαι εγώ», τον απείλησε και έφυγε.Η ώρα ήταν περασμένη. Ο Σπηλιόπουλος πηγαίνει στο γραφείο του, γράφει λεπτομερώς την αναφορά του, τι άκουσε δηλαδή να λέγη ο Ιταλός αξιωματικός, την αφήνει στο υπασπιστήριο του προϊσταμένου του και φεύγει να κοιμηθή όχι στην οικία του, αλλά στον πατέρα του.
Το πρωϊ ο προϊστάμενός του διαβάζει την αναφορά, εκτιμά την σοβαρότητά της και την παραδίδει στον Παξινό, ο οποίος με την σειρά του, δίχως καθυστέρηση, την πηγαίνει στον Μανιαδάκη. Ο δαιμόνιος Υπουργός Ασφαλείας αποφασίζει ότι πρέπει να την μάθη ο Μεταξάς αμέσως. Ο Μεταξάς, καθώς μου είπε ο Μανιαδάκης, διάβασε προσεκτικά την αναφορά του Σπηλιόπουλου. «Πρόκειται για σημαντική πληροφορία», σχολίασε. «Φέρτε μου τώρα τον Αξιωματικό που την συνέταξε, θέλω να μιλήσω μαζί του».Ο Μανιαδάκης τηλεφωνεί στον Παξινό και τον διατάσσει να έλθη στο γραφείο του μαζί με τον Σπηλιόπουλο, τον οποίον αναζητούν, αλλά δεν βρίσκουν διότι είχε όπως είπαμε κοιμηθη στον πατέρα του. Ο χρόνος περνά κι όλοι ανησυχούν. Κατά τις ένδεκα εμφανίζεται ανύποπτος ο Σπηλιόπουλος στην υπηρεσία του. Μόλις τον βλέπει ο προϊστάμενός του αρχίζει τις παρατητήσεις. «Που είσαι;», «Έλα, σε θέλει ο Διευθυντής, πρόκειται για τα χθεσινά». Ο Σπηλιόπουλος, μου διηγείται, ενόμισε ότι επρόκειτο για το χαστούκι που έδωσε στην δεσποινίδα και νόμιζε ακόμη ότι αυτή τον κατήγγειλε, ότι θα ’χε κάποιον ισχυρό γνωστό και ότι θα του ζητούσαν τον λόγο για την πράξι του.Μπαίνει στο γραφείο του Παξινού ο οποίος αμέσως σηκώνεται και του λέγει: «Πάμε γρήγορα, μας περιμένει ο Μανιαδάκης». Ο Σπηλιόπουλος τα έχασε. Ο Μανιαδάκης δεν ήταν μικρό πράγμα. Το ζήτημα λοιπόν έλαβε τέτοια έκταση. Εξακολουθεί να πιστεύη ότι ο Μανιαδάκης τον θέλει για το χαστούκι. Μέσα στο αυτοκίνητο σκέφτεται πόση δύναμη είχε εκείνη η γυναίκα για να φθάση μέχρι τον Μανιαδάκη. Προετοιμάζεται τι περίπου θα πη. Φθάνουν στο γραφείο του Μανιαδάκη. Στέκεται προσοχή μπροστά στον πανίσχυρο Υπουργό Ασφαλείας. «Κύριε Υπουργέ να σας αναφέρω ότι...», «Άστα, άστα», τον διακόπτει ο Μανιαδάκης, «θα τα πης στον Μεταξά, πάμε». Ο Σπηλιόπουλος κατέρρευσε. Στον Μεταξά! Πότε πρόλαβε η...  Εξακολουθεί να νομίζη ότι πρόκειται για το χαστούκι.
Ενθυμούμαι τον Σπηλιόπουλο να μου περιγράφη συγκινημένος πως εισήλθε με τον Μανιαδάκη στο γραφείο του Μεταξά. Ο Εθνικός Κυβερνήτης τον χαιρέτησε, του έδειξε να καθήση. Στα χέρια του κρατούσε την αναφορά και τότε ο Σπηλιόπουλος κατάλαβε γιατί τον ήθελαν. «Εσύ έγραψες αυτό;» ρώτησε ο Μεταξάς. «Μάλιστα κ. Πρωθυπουργέ». «Θέλω να θυμηθής ακριβώς τι συζήτησαν οι δύο Ιταλοί, πως ακριβώς το άκουσες στα Ιταλικά». Ο Σπηλιόπουλος αναφέρει λεπτομερώς τα λεχθέντα. Ο Μεταξάς τον πλησιάζει, του σφίγγει το χέρι: «Να ξέρης, παιδί μου, ότι προσέφερες μεγάλη υπηρεσία στην Πατρίδα». Προ ετών, όταν μου διηγείτο την σκηνή αυτή ο Σπηλιόπουλος έβλεπα δάκρυα στα μάτια του».
Ο Μεταξάς, ο μεγάλος αυτός Έλληνας, κατηγορήθηκε από αυτούς που υπονόμευσαν την Ελλάδα προς χάριν ξένων συμφερόντων ως «στυγνός δικτάτωρ». Κατηγορήθηκε και από άλλους, πραγματικούς δημοκράτες, οι οποίοι, όμως, αργότερα θα ανασκευάσουν την γνώμη τους γι’ αυτόν. Όμως ο Μεταξάς δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να ενεργή για το καλό της πατρίδος του. Δεν έκλεψε, δεν ζούσε στην χλιδή, και κυρίως δικαιώθηκε από αυτούς που τον κατηγόρησαν. Το πως ζούσε το αναφέρει ο Γκράτσι στο βιβλίο του, όταν λέη «Επί τέλους το κουδούνισμα ξύπνησε τον ίδιο τον Μεταξά, που έκαμε την εμφάνισή του σε μία μικρή πλαϊνή πόρτα και αναγνωρίζοντάς με, με άφησε να περάσω. Ο Μεταξάς φορούσε μία μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυκτικό»...
Η ανάλυση της ιστορικής στιγμής αλλά και της προσωπικότητος του Ιωάννου Μεταξά από τον ίδιο τον αντίπαλό του είναι δηλωτική της προσωπικότητος του μεγάλου Ανδρός.
Μου έσφιξε το χέρι, γράφει ο Γκράτσι, και με έβαλε να καθίσω σε ένα μικρό φτωχικό σαλόνι του σπιτιού. Μόλις καθίσαμε, και επειδή η ώρα ήταν λίγα λεπτά μετά τις 3, του είπα αμέσως ότι η Κυβέρνησίς μου, μου είχε αναθέσει να του εγχειρίσω προσωπικά ένα κείμενο, που δεν ήτο τίποτε άλλο, παρά το τελεσίγραφον της Ιταλίας προς την Ελλάδα, με το οποίον η Ιταλική Κυβέρνηση απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση των στρατευμάτων της στον Ελληνικό χώρο, από τις 6 π.μ. της 28/10/1940. Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζη. Μέσα από τα γυαλιά του, έβλεπα τα μάτια του να βουρκώνουν. Όταν τελείωσε την ανάγνωση με κοίταξε κατά πρόσωπο, και με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή μου είπε:
"Alors c’ est la guerre" Λοιπόν, είναι πόλεμος.
Και κατέληξε: ... "Vous êtes les plus forts" (είσθε οι πιο ισχυροί).
Με την σειρά μου, γράφει ο Γκράτσι, δεν ήξερα τι να απαντήσω στα λόγια αυτά και στην βαθιά λύπη που τα δονούσε. Νομίζω δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο, ο οποίος μία τουλάχιστον φορά στην ζωή του, να μην αισθάνθηκε απέχθεια για το επάγγελμά του. Αν στην μακράν σταδιοδρομίαν μου στην υπηρεσία του κράτους υπήρξε ποτέ μία στιγμή κατά την οποίαν εμίσησα το δικό μου, μία στιγμή κατά την οποίαν το καθήκον του αξιώματός μου, μου φάνηκε σταυρός και όχι μόνο θλιβερός, αλλά και ταπεινωτικός, η στιγμή αυτή ήταν, όταν άκουσα εκείνα τα αποκαρδιωμένα λόγια που πρόφερε ο πρεσβύτης εκείνος, που είχε καταναλώσει ολόκληρη την ζωή του αγωνιζόμενος και υποφέροντας για την χώρα του και που, και κατά την υπέρτατη εκείνη στιγμή, προτιμούσε να διαλέξη για την πατρίδα του τον δρόμο της θυσίας και όχι τον δρόμο της ατιμώσεως. Υποκλίθηκα μπροστά του με τον βαθύτερο σεβασμό και βγήκα από το σπίτι του".
Αλλά και αυτοί που τον κατηγόρησαν κάποτε, έγραψαν, προς τιμήν τους, μετά, ύμνους υπέρ του Μεταξά.
Ο σπουδαίος διανοούμενος Παναγιώτης Κανελλόπουλος, στο βιβλίο του «Τα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου» (σελ. 19) γράφει: «Χωρίς καν να εξέλθη η Τουρκία εις τον πόλεμον, εδέσμευσεν, εις πολλά σημεία θίγοντα την Ελλάδα, την Μεγάλην Βρετανίαν (όπως είναι πλέον τώρα γνωστόν και όπως ειδικώτερα θα ίδη ο αναγνώστης, εάν διάβαση όσα γράφω κατωτέρω σχετικά με τας εν Μέση  Ανατολή  και Λονδίνω εμπειρίας μου).  Φαντασθήτε, λοιπόν, τι θα επαθαίναμε, εάν εξήρχετο η Τουρκία εκ της ουδετερότητος παρά το πλευρόν των Συμμάχων! Εάν εξήρχετο, δεν θα μας εδίδετο ούτε και αυτή η Δωδεκάνησος. Ας μη αποδώσουν, λοιπόν, οι δήθεν σώφρονες αναγνώσται τας τολμηράς συστάσεις, που περιλαμβάνει το υπόμνημά μου, εις απλούν και άκριτον ενθουσιασμόν ενός σχετικώς νέου, τότε, πολιτικού. Πρέπει να είμεθα, χωρίς άλλο, ευγνώμονες εις τον   Ιωάννην Μεταξά, διότι είπε, ολομόναχος εις το σκοτάδι της νυκτός, το μέγα «Όχι».
Λέγουν, όσοι αντικρύζουν με εμπάθειαν και αυτά τα ανάγλυφα γεγονότα της Ιστορίας, ότι το «Όχι» δεν το είπεν ο Μεταξάς· ότι το είπεν ο Ελληνικός Λαός. Ναι, το είπεν ο Ελληνικός Λαός, αλλά αφού το είχε είπη ο Μεταξάς. Ο ατυχής και συμπαθής Emanuele Grazzi, εκτελών εντολήν που  δεν του άρεσε διόλου (βλ. το βιβλίον του: Ιl principle della fine, Ρώμη 1945), εξύπνησε, την 3ην πρωϊνήν, τον Μεταξά και όχι τον Ελληνικόν Λαόν. Εάν έλεγεν ο Μεταξάς «Ναι», πώς θα έλεγεν «Όχι» ο Ελληνικός Λαός, που θα εξυπνούσε αργότερα; Θα το έλεγε, βέβαια, μέσα του και θα το εξεδήλωνε και έμπρακτα, όταν θα ωργάνωνε μυστικά την αντίστασίν του, αλλά η Αλβανική Εποποιΐα δεν θα εγράφετο ποτέ. Ας είμεθα, λοιπόν, τίμιοι απέναντι της Ιστορίας. Το μέγα «Όχι» είναι πράξις του Ιωάννου Μεταξά».
Αλλά και ο εκδότης της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ, Γεώργιος Α. Βλάχος, ο οποίος υπήρξε πολέμιός του και είχε επιτεθή πολλάκις κατά του Μεταξά κατά το παρελθόν, σε απολογητικό άρθρο του, το οποίο γράφει στην εφημερίδα και περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Άρθρα στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (1919-1951)», (σελ. 414 - 417) ανασκευάζει και γράφει:
«Η στήλη αύτη έχει απέναντι του κ. Ιωάννου Μεταξά παλαιάν οφειλήν. Όταν προ είκοσι δύο ετών ηκολούθει μίαν πολιτικήν, μίαν παράταξιν, και με τους κακούς της ενθουσιασμούς μίαν άτυχη εκστρατείαν, συνήντησε εις τον δρόμον της η στήλη αύτη αντίπαλον και της πολιτικής και της παρατάξεως και της εκστρατείας τον κ. Μεταξάν, τον πρώην αρχηγόν του Επιτελείου: «Η εκστρατεία», έλεγεν ο κ. Μεταξάς, «θα αποτύχη. Η πολιτική σας, η στρατιωτική και η εξωτερική, είναι στραβή...» Στραβή;... Εκείνην την εποχήν επεκράτει το ρητόν: «Πας ο μη μεθ’ ημών, καθ’ ημών».Και καταλήγει...
«Και έφθασε τότε η μεγάλη στιγμή. Είκοσι οκτώ ‘Οκτωβρίου, Δευτέρα, τρεις το πρωΐ. Ο Μεταξάς, μόνος, κοιμάται. Το τηλέφωνον. Μία ομιλία. Ο Γκράτσι. Γύρω του δεν έχει κανένα. Δεν έχει καν το γραφείον του, δεν έχει ένα κλητήρα. Κανένα. Η υπηρεσία, όπως όλη η Ελλάς την ώραν εκείνην, κοιμάται.
Προς στιγμήν, ας κρατήσωμεν την αναπνοήν μας, διότι εδώ πλησιάζομεν τον μεγαλύτερον σταθμόν της Ελληνικής Ιστορίας. Η Ιταλική Αυτοκρατορία, με τα σαράντα οκτώ της εκατομμύρια, με τον πλούτον της, με τους στρατούς της, με τα αεροπλάνα της, με τα άρματά της, εξύπνησε αιφνιδιαστικώς ένα άνθρωπον και του εζήτησε εντός τριών ωρών την Ελλάδα. Και ο άνθρωπος αυτός —τις εξ ημών, μη γνωρίζων ακόμη αν ζη πραγματικότητα η εφιάλτην, δεν θα εδίσταζε, δεν θα εζήτει ολίγων ωρών προθεσμίαν, δεν θα προσεπάθει ν’ αποφύγη το γεγονός; ... και ο άνθρωπος αυτός είπεν: Όχι! Αμέσως, άνευ συζητήσεως, άνευ ενδοιασμού! Δεν είπεν «όχι» απλώς. Εντός λεπτού, όπως εξύπνησεν αυτός εντός λεπτού, εξύπνησε την Ελλάδα. Διαταγαί, σχέδια, τηλεφωνήματα, γενική επιστράτευσις, κήρυξις Στρατιωτικού Νόμου, επιτάξεις, προκηρύξεις, αγγέλματα έγιναν πριν ανατείλη ο ήλιος και, όταν ανέτειλε, ήδη εμάχετο η Ελλάς.
Εζήσαμεν έκτοτε ώρας ανησυχιών, αγωνίας, ενθουσιασμού και χαράς. Είδομεν την Δόξαν ασθμαίνουσαν να παρακολουθή τα στρατεύματά μας. Ηκούσαμεν τους ανέμους να μεταφέρουν το όνομά μας εις όλους τους κόσμους και να διαλαλούν, γη, θάλασσα, ως και τα άστρα, την νίκην μας. Εφέραμεν έως εδώ, εις τας Αθήνας, τα όπλα των εισβολέων και εσύραμεν ως εδώ αόπλους τους εισβολείς. Προς στιγμήν μας εφάνη ότι η Πλάσις ολόκληρος με τους ηλίους της, με τους κόσμους της, εστάθη όλη δια να προσέξη την μικροσκοπικήν αυτήν γωνίαν της γης, η οποία και πάλιν εμεγαλούργει. Και εζήσαμεν ευτυχείς. Τόσον ευτυχείς όσον ποτέ. Τόσον ευτυχείς ώστε το τι θα γίνη αύριον δεν ενδιαφέρει. Έχομεν κεφάλαια δια την Ιστορίαν τας Νίκας μας, κεφάλαιον για τα παιδιά μας το «Όχι».
Τώρα η Α.Ε. ο κ. Ιωάννης Μεταξάς, Πρωθυπουργός της Ελλάδος, έφθασεν εις το ακρότατον σημεϊον της δόξης του. Έγινε Γιάννης. Δεν είναι ούτε η Αυτού Εξοχότης ούτε ο Πρωθυπουργός ούτε ο Πρόεδρος. Εις το στρατιωτικόν Νοσοκομείον, όταν ο τραυματίας είχε γείρει εις το προσκέφαλόν του βαρύς και τον ηρώτησε η αδελφή νοσοκόμος τι θέλει, εκείνος απήντησε:
Θέλω τον Γιάννη...
Όπως αι μελωδίαι δια να ζήσουν πρέπει να κατέβουν εις τους δρόμους, ούτω και των δημοσίων ανδρών τα ονόματα θα ζητήσουν εις τους δρόμους, μεταξύ του λάου, την αθανασίαν. Ο κ. Μεταξάς έχει απέναντι της αθανασίας κερδίσει την μάχην του: Είπε το όχι, έγινε Γιάννης... -Τι του μένει; Να γίνη και άγαλμα. Θα γίνη λοιπόν. Αλλ’ όχι, όπως ηυχήθημεν άλλοτε, από μάρμαρον του Πεντελικού. Θα γίνη από τον ορείχαλκον που θ’ αποδώσουν ταπεινωμένα, αιχμάλωτα, τα εχθρικά πυροβόλα, αυτά που τον εξύπνησαν εις τας τρεις το πρωΐ...
Η στήλη αύτη ησθάνθη τώρα, τας ημέρας αυτάς της χαράς, την ανάγκην να φυλλομετρήση την ιστορίαν της —τους παλαιούς της λογαριασμούς— να ανατρέξη εις περασμένους καιρούς, να ενθυμηθή. Αλλά ησθάνθη προ παντός την ανάγκην να γράψη ό,τι φρονεί, ό,τι σκέπτεται δια τον άνθρωπον αυτόν, ο οποίος, αφού επί δεκαέξ έτη ηγωνίσθη εναντίον ημών των Ελλήνων εις μάτην δια να χρησιμεύση εις την Ελλάδα, εις μεν τέσσαρα έτη κατώρθωσε να την αναπλάση, εις δε μίαν ώραν την έσωσε».
Ύστερα από τα όσα αναφέραμε, αγαπητοί φίλοι, και με δεδομένη την σημερινή υποταγή των ηγετών μας στο ΔΝΤ, το συμπέρασμα είναι ένα: «ΤΑ ΟΧΙ ΘΕΛΟΥΝ ΜΕΤΑΞΑΔΕΣ»!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια: