Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

Αμερικανική Στρατηγική σε Συρία και Ιράκ

Γράφει ο
Βασίλης Γιαννακόπουλος
Η διάλυση του συριακού και ιρακινού κράτους, ως βασικός στόχος του ΙΚ, θα προκαλούσε διεθνή αναρχία και διατάραξη της υφιστάµενης παγκόσµιας τάξης, που συντηρεί τον ηγεµονισµό των Ηνωµένων Πολιτειών. Θα απειλούσε άµεσα τα
αµερικανικά συµφέροντα, σε οικονοµικό επίπεδο και επίπεδο ασφάλειας. Φυσικά, θα επιδείνωνε περαιτέρω και την κατάσταση ασφάλειας των γειτονικών χωρών. Πιθανόν, θα ακολουθούσε η κατάρρευση και άλλων µουσουλµανικών κρατών, όπως ο Λίβανος, η Ιορδανία, η Υεµένη στην Αραβική Χερσόνησο, χώρες της Βόρειας Αφρικής (ήδη, η Λιβύη έχει καταρρεύσει), κ.ά. Εδώ, θα πρέπει να τονίσουµε ότι, από το 1945 και εντεύθεν, η υφιστάµενη παγκόσµια τάξη προώθησε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα τα συµφέροντα των ΗΠΑ και διατήρησε τον παγκόσµιο ηγεµονισµό τους. Εποµένως, είναι προφανές ότι έχουν δηµιουργηθεί οι προϋποθέσεις για άµεση αµερικανική επέµβαση. Προηγουµένως όµως, απαιτείται η χάραξη µιας υψηλής στρατηγικής, η οποία θα πρέπει να λάβει πολύ σοβαρά υπόψη της ότι «είναι πιθανή η µετάπτωση-επέκταση της συρο-ιρακινής κρίσης σε έναν περιφερειακό ή ακόµη και παγκόσµιο θρησκευτικό πόλεµο».
Μετά το πέρας της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ουαλία (5 Σεπτεµβρίου 2014), ο Αµερικανός πρόεδρος Οµπάµα δήλωσε ότι «οι ΗΠΑ
θα κυνηγήσουν τους τζιχαντιστές του Ισλαµικού Κράτους και θα εξοντώσουν τους ηγέτες τους, µε στόχο να διαλύσουν την οργάνωση». Λίγες ηµέρες αργότερα (24 Σεπτεµβρίου 2014), κατά την έναρξη της 69ης Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, ο Αµερικανός πρόεδρος ζήτησε από την παγκόσµια κοινότητα «να συνδράµει στον αγώνα κατά του Ισλαµικού Κράτους» και τόνισε ότι «θα δηµιουργηθεί ένας διεθνής συνασπισµός, που θα καταστρέψει το δίκτυο του θανάτου».
Πρώτη προτεραιότητα λοιπόν για την Ουάσιγκτον είναι η εξόντωση των τζιχαντιστών του Ισλαµικού Κράτους (ΙΚ), µε την υποστήριξη ενός διεθνούς συνασπισµού. Ποιο είναι όµως το συνολικό σχέδιο των Αµερικανών για τη Συρία και το Ιράκ; Αν διαλυθεί το ΙΚ θα επιλυθούν τα προβλήµατα των δύο χωρών και της ευρύτερης περιοχής γενικότερα; Θα αποκατασταθεί το έλλειµµα της περιφερειακής ασφάλειας; Εκτός από τη διεξαγωγή των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, τι άλλο περιλαµβάνει η στρατηγική των Ηνωµένων Πολιτειών γι αυτές τις χώρες;
Η στρατηγική για τη Συρία
Ως γνωστόν, οι τρεις κύριοι δρώντες εντός της Συρίας είναι η συριακή κυβέρνηση, το ΙΚ και η σουννιτική εξτρεµιστική οργάνωση al-Nusra, ενώ η δραστηριότητα των µετριοπαθών σουννιτικών δυνάµεων της αντιπολίτευσης έχει περιορισθεί αισθητά..
Από την πλευρά του, το καθεστώς Άσσαντ έχει χάσει τον έλεγχο του µεγαλύτερου µέρους των συριακών εδαφών. Αν και στη διάρκεια του 2013 κατάφερε να ανακάµψει, µε τη βοήθεια του Ιράν, της στρατιωτικής πτέρυγας της Hezbollah και των Ιρακινών σιιτών πολιτοφυλάκων, της διεξαγωγής µαζικών αεροπορικών επιδροµών, της χρήσης χηµικών όπλων και της δηµιουργίας ανθρωπιστικής κρίσης, εντούτοις απέτυχε να καταστρέψει πλήρως την αντιπολίτευση, να ανακτήσει τον έλεγχο της περιοχής του Χαλεπίου και τα εδάφη της ανατολικής Συρίας. Η συριακή κυβέρνηση έχει κατ’ επανάληψη παραβιάσει το διεθνές δίκαιο. Ως εκ τούτου, έχει απολέσει τη νοµιµοποίησή της ως µέλος της διεθνούς κοινότητας. Επιπρόσθετα, τροφοδότησε τη βία που ασκούν σήµερα οι σουννίτες τζιχαντιστές και ιδιαίτερα το ΙΚ και η al-Nusra.
Η κατάσταση που επικρατεί στη Συρία χαρακτηρίζεται ως χαοτική. Ήδη, σύµφωνα µε τον ΟΗΕ, το σύνολο των καταγεγραµµένων ανθρώπινων απωλειών κατά τη διάρκεια του συριακού εµφύλιου (Μάρτιος 2011 - Απρίλιος 2014) ανήλθε σε 191.369 νεκρούς και συνεχίζει να αυξάνεται.[1] Επιπρόσθετα, η Ύπατη Αρµοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) εκτιµά ότι περισσότερα από 3 εκατ. Σύριοι πρόσφυγες έχουν εγκαταλείψει τη χώρα, ενώ οι εσωτερικά εκτοπισµένοι ανέρχονται σε 6,4 εκατ. Συνολικά, 10,8 εκατ. χρειάζονται ανθρωπιστική βοήθεια.[2] Η βία κυριαρχεί σε όλα τα µέτωπα, γεγονός που οδηγεί αφενός σε αδιέξοδο τη διεθνή κοινότητα για την εφαρµογή µιας αισιόδοξης στρατηγικής, αφετέρου στην εκτίµηση ότι σε περιφερειακό επίπεδο η κατάσταση ασφάλειας είναι σχεδόν αδύνατον να βελτιωθεί. Αντίθετα µάλιστα, όλες οι εκτιµήσεις κάνουν λόγο για µελλοντική επιδείνωση της συγκρουσιακής κατάστασης και για επέκταση της βίας και εκτός των συρο-ιρακινών εδαφών.
Για τους Αµερικανούς, ο Άσσαντ πρέπει να αποµακρυνθεί από την εξουσία, το ΙΚ πρέπει να ηττηθεί και φυσικά η al-Nusra, ως παρακλάδι της αλ-Κάιντα, δεν θα ήταν «φρόνιµο» να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στη µετά-Άσσαντ εποχή. Ποιος όµως είναι ο αντικειµενικός σκοπός της στρατηγικής της Ουάσιγκτον για τη Συρία; Ποια είναι η µελλοντική κατάσταση, που θα προωθούσε τόσο τα αµερικανικά συµφέροντα όσο και τα συµφέροντα των συµµάχων της; Όντως, πρόκειται για ένα δυσεπίλυτο γρίφο, καθώς η απόσταση µεταξύ των τζιχαντιστών και των υπόλοιπων ένοπλων σουννιτικών οµάδων της αντιπολίτευσης δεν είναι ιδιαίτερα διακριτή.
Η εφαρµογή µιας στρατηγικής, που θα υποσχόταν θετικές εξελίξεις για τα ην περιοχή, σε πρώτη φάση θα πρέπει να περιλαµβάνει την αντιµετώπιση του ΙΚ. Αυτό ήδη έχει αποφασισθεί και εφαρµόζεται, έστω και επιχειρησιακά ανορθόδοξα. Όµως, η διάλυση του ΙΚ δεν είναι παρά µόνο ο πρώτος στόχος αυτής της στρατηγικής. Ο δεύτερος στόχος περιλαµβάνει δύο φάσεις. Η πρώτη φάση δεν είναι άλλη από το διαχωρισµό και την περιθωριοποίηση της al-Nusra, από τις υπόλοιπες µετριοπαθείς σουννιτικές δυνάµεις της αντιπολίτευσης. Σήµερα, οι ένοπλες οµάδες της συριακής αντιπολίτευσης δεν διαθέτουν την απαιτούµενη επιχειρησιακή δυνατότητα, προκειµένου να διεξάγουν µε επιτυχία επιχειρήσεις σε πολλαπλά µέτωπα κατά του καθεστώτος. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν, έστω κι αν περιορίζεται η αντικαθεστωτική τους δραστηριότητα µόνο στην περιοχή του Idlib, της Hama, της Deraa, της ∆αµασκού και του Χαλεπίου. Ουσιαστικά, εδώ και τρία περίπου χρόνια µάχονται κατά τριών εχθρικών δυνάµεων (του συριακού καθεστώτος, της al-Nusra και του ΙΚ), γεγονός που τους προκάλεσε σηµαντική φθορά. Η δεύτερη φάση της αµερικανικής στρατηγικής επικεντρώνεται στην υποστήριξη και ανάκαµψη, σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, της σουννιτικής αντιπολίτευσης και την απαλλαγή της από την παρουσία των υπόλοιπων εξτρεµιστικών σουννιτικών δυνάµεων.
Ο τρίτος στόχος είναι η αποµάκρυνση του Άσσαντ από την εξουσία. Ένας στόχος, που έθεσε η Ουάσιγκτον σχεδόν από την έναρξη του συριακού εµφύλιου, αλλά δεν κατάφερε να πετύχει. Ωστόσο, προς το παρόν, επείγει η εφαρµογή του πρώτου και δεύτερου στόχου. Καθόλου απίθανο αυτό το σενάριο, ο τρίτος δηλαδή στόχος, να 3 έχει προαποφασισθεί παρασκηνιακά µεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας, οπότε µεταξύ άλλων θα πρέπει να σχετίζεται και µε τη διευθέτηση της ουκρανικής κρίσης.
Το επόµενο µείζον ερώτηµα είναι «πως η εφαρµογή αυτής της στρατηγικής, µέσω της επίτευξης των τριών στόχων που προαναφέρθηκαν, θα µπορούσε να βελτιώσει την κατάσταση στη Συρία;». Η προφανής απάντηση είναι ότι η Ουάσιγκτον
ευελπιστεί, αφού προηγουµένως «µεταλλάξει» τους κύριους εσωτερικούς δρώντες, να προχωρήσει στον τέταρτο στόχο της στρατηγικής της. ∆ηλαδή, να οδηγήσει τους αλαουίτες, τους σουννίτες και τους Κούρδους της Συρίας στο τραπέζι των
διαπραγµατεύσεων. Η αλαουιτική κοινότητα απαλλαγµένη από τον Άσσαντ και η συριακή αντιπολίτευση απαλλαγµένη από τους τζιχαντιστές, µαζί µε τη συριακή κουρδική κοινότητα, να διαπραγµατευθούν για το µέλλον της Συρίας. Επειδή όµως, η σχέση µεταξύ των αλαουιτών και των σουννιτών αξιολογείται ως µη αναστρέψιµη, ίσως η µοναδική πιθανή εξέλιξη, αν και εξαιρετικά φιλόδοξη, θα ήταν µια συµφωνία για τη δηµιουργία µιας οµοσπονδίας δύο ή τριών αυτόνοµων περιοχών. Σε αντίθετη περίπτωση, είναι αναµενόµενο ότι η συγκρουσιακή κατάσταση θα συνεχισθεί, µε αποτέλεσµα τη διατήρηση της υφιστάµενης de facto τριχοτόµησης της χώρας (σιίτες στη δυτική Συρία, σουννίτες στην ανατολική και Σύριοι Κούρδοι στις βόρειες περιοχές), που θα ταλανίζει για άγνωστο χρονικό διάστηµα την ευρύτερη περιοχή και όχι µόνο.
Η στρατηγική για το Ιράκ
Μετά την αµερικανο-βρετανική εισβολή στο Ιράκ, αν και η σιιτική ιρακινή κυβέρνηση διατήρησε τη νοµιµότητά της στα µάτια της διεθνούς κοινότητας, εντούτοις έχασε την αξιοπιστία της στα µάτια του σουννιτικού και κουρδικού πληθυσµού του Ιράκ. Για το λόγο αυτό, η νέα ιρακινή κυβέρνηση του Haider al-Abadi δεν αναµένεται να ανακτήσει γρήγορα την εµπιστοσύνη των µη σιιτικών κοινοτήτων και ειδικά της κουρδικής κοινότητας που προσδοκά στη δηµιουργία ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους.
Σε πολιτικό επίπεδο, η κατάσταση στο Ιράκ άρχισε να επιδεινώνεται δραµατικά µετά την απόσυρση των αµερικανικών στρατευµάτων, στα τέλη του 2011. Ο πρώην πρωθυπουργός Nouri al-Maliki συστηµατικά ασκούσε φιλο-σιιτική πολιτική, γεγονός που το ∆εκέµβριο του 2012 πυροδότησε κινήµατα διαµαρτυρίας στις σουννιτικές κοινότητες, κυρίως των βόρειων και δυτικών επαρχιών του Ιράκ. Σε αντίδραση, ο Maliki απείλησε να σχηµατίσει µια νέα κυβέρνηση χωρίς τη συµµετοχή σουννιτών, ενώ από την πλευρά της η αλ-Κάιντα του Ιράκ (al-Qaeda in Iraq – AQI) αποφάσισε να πολλαπλασιάσει τις επιθέσεις της κατά των Ιρακινών σιιτών πολιτών.
Τον Απρίλιο του 2013, η AQI µετονοµάσθηκε σε ΙΚ και ταυτόχρονα αύξησε περαιτέρω τις επιθέσεις της, απελευθέρωσε πρώην µέλη της από τις ιρακινές φυλακές και επέκτεινε τη δράση της και εντός του συριακού εδάφους. Η εκστρατεία
των ιρακινών ενόπλων δυνάµεων κατά του ΙΚ δηµιούργησε µεγαλύτερη αποξένωση των σουννιτών από τις υπόλοιπες ιρακινές κοινότητες. Αυτό το χάσµα, µέχρι τον Απρίλιο του 2014, οδήγησε χιλιάδες σιίτες να ενταχθούν ως πολιτοφύλακες στις ιρακινές δυνάµεις ασφάλειας, προκειµένου να πολεµήσουν κατά των σουννιτών τζιχαντιστών. Παρόλα αυτά, οι τζιχαντιστές του ΙΚ επιτέθηκαν κατά του ιρακινού στρατού και των Κούρδων Peshmerga, προλειαίνοντας την κύρια επίθεσή τους στη Μοσούλη, ενώ σήµερα απειλούν και την ίδια την ιρακινή πρωτεύουσα. Από την πλευρά του, ο ιρακινός στρατός όχι µόνο δεν κατάφερε να αντιµετωπίσει τις επιθέσεις των τζιχαντιστών, αλλά υποχώρησε άτακτα.
Έως τις αρχές Οκτωβρίου του 2014, η κατάσταση ασφάλειας του Ιράκ παρουσίαζε συνεχή και σηµαντική επιδείνωση. Η ιρακινή κυβέρνηση έχασε τον έλεγχο της πλειοψηφίας των σουννιτικών περιοχών και ιδιαίτερα των επαρχιών Ninewa, Anbar και Salah ad-Din. Οι τζιχαντιστές του ΙΚ ανέλαβαν τον έλεγχο αρκετών πόλεων (Μοσούλη, Baiji, Tikrit, Hawijah, Fallujah, Tal Afar, Sinjar, κ.α.) και συνέχισαν να διεξάγουν ευκαιριακές θεαµατικές επιθέσεις ακόµη και εντός της ιρακινής
πρωτεύουσας. Σε επιχειρησιακό επίπεδο, οι ιρακινές ένοπλες δυνάµεις και οι Κούρδοι Peshmerga έχουν υποστεί σοβαρά πλήγµατα και δεν είναι πλέον σε θέση να ανακαταλάβουν το χαµένο έδαφος, χωρίς τη σηµαντική υποστήριξη ξένων
δυνάµεων. Απλά, οι ιρακινές ένοπλες δυνάµεις, µε την υποστήριξη της Hezbollah, Ιρακινών σιιτών πολιτοφυλάκων και µε τη µαζική κινητοποίηση σιιτών εθελοντών, σε κάποιες περιπτώσεις κατάφεραν να επιβραδύνουν την προέλαση των τζιχαντιστών.
Και για το Ιράκ λοιπόν, πρώτος στόχος είναι η διάλυση του ΙΚ και των υπόλοιπων ένοπλων σουννιτικών οργανώσεων µε τις οποίες συνεργάζεται.[3] Όπως στη Συρία, έτσι και στην περίπτωση του Ιράκ έχει σχεδιασθεί κάτι ανάλογο σε πολιτικό επίπεδο. Φυσικά, δεν πρόκειται να ανατραπεί η κεντρική κυβέρνηση της Βαγδάτης. Ο σιίτης Haider al-Abadi θα συνεχίσει το κυβερνητικό του έργο. Με µια διαφορά. Θα ασκηθούν πιέσεις, τόσο από την Ουάσιγκτον όσο και από τους συµµάχους της, προκειµένου να ψηφισθεί στην ιρακινή Βουλή ο Hydrocarbon Law Iraq, που µεταξύ άλλων αναφέρεται στα ποσοστά που θα µοιράζεται η κάθε ιρακινή κοινότητα, από τα συνολικά κέρδη της εξαγωγής των υδρογονανθράκων. Πολύ πιθανόν, να αποφασισθεί µε δηµοψήφισµα(;) και το µελλοντικό status της πλούσιας σε κοιτάσµατα πετρελαίου περιοχής του Κιρκούκ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα δηµιουργηθεί και στο Ιράκ µια οµοσπονδία µε τρεις αυτόνοµες κρατικές οντότητες (σιιτική, σουννιτική και κουρδική).
Θα πρέπει να τονίσουµε ότι η αµερικανική στρατηγική χαρακτηρίζεται ως αρκετά φιλόδοξη. Εκτός του ότι απαιτεί µια συνεχή πολυεθνική και µακροχρόνια προσπάθεια, κανείς δεν µπορεί να εγγυηθεί για το τελικό αποτέλεσµα. Επιπρόσθετα,
µετά το πέρας των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων –άγνωστο πότε- αναµένονται σοβαρές αντιδράσεις σχεδόν από το σύνολο των εθνο-θρησκευτικών κοινοτήτων τόσο της Συρίας όσο και του Ιράκ. Τέλος, για λόγους κυρίως περιφερειακής
σταθερότητας, ενεργειακής ασφάλειας, αλλά και προώθησης των συµφερόντων δυτικών πετρελαϊκών πολυεθνικών εταιριών που δραστηριοποιούνται στο Ιράκ και µελλοντικά θα επιδιώξουν να επενδύσουν και στη Συρία, εκτιµάται ότι το αµερικανικό σχέδιο δεν προβλέπει τη δηµιουργία ανεξάρτητου κουρδικού κράτους στο Βόρειο Ιράκ.

[1] UN High Commissioner for Human Rights, “Updated Statistical Analysis of Documentation of Killings in the Syrian Arab Republic”, August 2014, p. 2
[2] USAID, “Syria”, September 17, 2014
[3] Το ΙΚ δεν είναι η µόνη ένοπλη σουννιτική οργάνωση που εξεγέρθηκε στο Ιράκ κατά της φιλο-σιιτικής κεντρικής κυβέρνησης της Βαγδάτης. Έχουν ιδρυθεί και άλλες αντικυβερνητικές-αντισιιτικές ένοπλες οµάδες, όπως το Fallujah Military Council (Στρατιωτικό Συµβούλιο της Fallujah), το οποίο συνεργάζεται µε το ΙΚ, καθώς και το Γενικό Στρατιωτικό Συµβούλιο των Ιρακινών Επαναστατών, το οποίο συνεργάζεται µε το το Naqshbandi Army ή JRTN (Στρατός του Naqshbandi), µια µπααθική ένοπλη οργάνωση που δραστηριοποιείται στην περιοχή της Μοσούλης.

http://www.geostrategy.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια: